- νάμα
- και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα τού Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.)2. (κατ' επέκτ.) πηγή, βρύση3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή χύνεται, ρεύμα, υγρό (α. «νᾱμα παμφάγου πυρός», Ευρ.β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναίγ. «τα νάματα τής παιδείας»)(νεοελλ.-μσν.) το κόκκινο και γλυκό κρασί που προορίζεται για τη θεία μετάληψηαρχ.(κατά τον Ησύχ.) α) «ξύλινος ὀχετός»β) «νάματαπροβολαί».[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω». Ο τ. νᾶμα (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε *ναFεμα, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. < *νάμα ή *νάημα, κατ' αναλογίαν προς τα νάτωρ* και νᾶρος*].
Dictionary of Greek. 2013.